εμπαιγμός

εμπαιγμός
ο (AM ἐμπαιγμός)
χλευασμός, κοροϊδία
νεοελλ.
εξαπάτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπαιγμός — mockery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπαιγμός — ο 1. χλευασμός, περίπαιγμα, περιγέλασμα. 2. εξαπάτηση, κορόιδεμα, ξεγέλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπαιγμοῖς — ἐμπαιγμός mockery masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαιγμοί — ἐμπαιγμός mockery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαιγμοῦ — ἐμπαιγμός mockery masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαιγμούς — ἐμπαιγμός mockery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαιγμῶν — ἐμπαιγμός mockery masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαιγμῷ — ἐμπαιγμός mockery masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαιγμόν — ἐμπαιγμός mockery masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπαιγμα — το (AM ἔμπαιγμα) 1. περίπαιγμα, σκώμμα 2. εμπαιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”